- ἐκλογίζεσθαι
- ἐκλογίζομαιcomputepres inf mpἐκλογίζομαιcomputepres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθρώπινος — η, ο (AM ἀνθρώπινος, η, ον και ος, ον) 1. αυτός που ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση 2. αυτός που προέρχεται από τον άνθρωπο ή ανήκει σ αυτόν αρχ. μσν. 1. εκείνος που είναι σύμφωνος με τα καθιερωμένα για τους ανθρώπους «ἀπέθανε (ενν. ο Ιησούς) κατὰ… … Dictionary of Greek